- σελαηφόρος
- -ον, Ααυτός που φέρνει φως («Ἑρμῆς σελαηφόρος», Μαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. ποιητ. τ. < σέλας + -φόρος* με δυσερμήνευτο -η-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σελαηφόρος — light bringing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek